κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κέρνα — (I) κέρνα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)]. (II) κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α) στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα οι πλάγιες εκφύσεις τής… … Dictionary of Greek
μυρμηκίας — μυρμηκίας, ὁ (Α) φρ. α) «μυρμηκίας λίθος» είδος πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με μυρμηγκιά, με ακροχορδόνα β) «μυρμηκίας χρυσός» είδος χρυσού με μελανές εκφύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος, «μυρμήγκι» + κατάλ. ίας… … Dictionary of Greek
μυρμηκώδης — μυρμηκώδης, ῶδες (Α) [μύρμηξ] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.) 2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις τού δέρματος … Dictionary of Greek
μυρμηκώεις — μυρμηκώεις, εσσα, εν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. όεις με έκταση τού ο σε ω για μετρικούς λόγους (πρβλ. μελισσ όεις)] … Dictionary of Greek
οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
συνεμφύω — Α εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»] … Dictionary of Greek
αλιομματίδιο — (aliommatidium). Γένος ακτινοπόδων πρωτοζώων. Ανήκουν στην ομοταξία των ακτινοπόδων και είναι συγγενικά με το αλίομμα. Ο σκελετός τους αποτελείται από μια ενδοκαψική σφαίρα όπου συγκλίνουν περίπου 20 ακανθοειδείς εκφύσεις, ακτινωτά τοποθετημένες … Dictionary of Greek
αμoιβίνα — (amoibina).Τάξη πρωτόζωων της οικογένειας των ριζοπόδων. Πρόκειται για μικροσκοπικά, μονοκύτταρα ζώα, που όλα σχεδόν είναι αόρατα με γυμνό μάτι. Δεν έχουν κέλυφος, σκελετό και κεντρικό θάλαμο και μετακινούνται με τα ψευδοπόδια, τα οποία αποτελούν … Dictionary of Greek